Τηλεομοιοτυπία - Τέλεφαξ — (Facsimile Fax). Με τον όρο τ. εννοούμε τη διαδικασία εκπομπής, μεταφοράς και ακριβούς αναπαραγωγής έντυπου υλικού ή σταθερών εικόνων μέσω ενσύρματων ή ασύρματων δικτύων. Οι λέξεις κλειδιά σε αυτό τον ορισμό είναι αντιγραφή και αναπαραγωγή. Στα… … Dictionary of Greek
τηλεομοιοτυπικός — ή, ό, Ν [τηλεομοιοτυπία] τηλεπ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεομοιοτυπία β) το ουδ. ως ουσ. το τηλεομοιοτυπικό (ενν. μηχάνημα) συσκευή τηλεομοιοτυπίας, κν. τέλεφαξ … Dictionary of Greek
ηλεκτροτεχνία — Επιστήμη που μελετά, σχεδιάζει και πραγματοποιεί τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Τον 19ο αι. η παραγωγή, η συσσώρευση και η χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού, χάρη στις εργασίες διάσημων επιστημόνων, γινόταν με κριτήρια όλο και περισσότερο βιομηχανικά … Dictionary of Greek
τέλεξ — (telex). Ορθότερη γραφή: τήλεξ. Κλάδος της τηλεγραφικής επικοινωνίας από το κοινό τηλεφωνικό δίκτυο (ενσύρματο ή ασύρματο). Τα κείμενα μηνύματα στέλνονται με το τηλέτυπο (δακτυλογραφημένα) και επίσης παίρνονται από τον συνδρομητή παραλήπτη με… … Dictionary of Greek
τηλ(ε)- — α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα τῆλε «μακριά» και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία τού «μακριά, σε μεγάλη απόσταση από κάποιο σημείο». Το α συνθετικό τηλ(ε) γνώρισε μεγάλη επίδοση, ιδιαίτερα… … Dictionary of Greek
τηλ(ε)αυτογράφος — ο, Ν τεχνολ. συσκευή που ανατυπώνει σε έναν σταθμό λήψης κείμενα και σχέδια σε ειδικό φύλλο χαρτιού αναπαραγωγής με τη σειρά που αυτά σχηματίζονται στον σταθμό εκπομπής από το χέρι τού αποστολέα, συσκευή που σήμερα έχει ουσιαστικά αντικατασταθεί… … Dictionary of Greek